Ταξίδι στη Βολισσό

Ταξίδι στη Βολισσό

  • Τετάρτη, 29 Απριλίου 2015
  • 0Comments
Share:


Tweet .

Ταξίδι στη Βολισσό



 

    Ήταν νύχτα όταν μπήκαμε στο λιμανάκι της Βολισσού, τη Λημνιά. Ένα από τα τελευταία σκάφη. Είχαμε, βλέπεις, αποφασίσει να εξαντλήσουμε όλο το χρόνο που είχαμε διαθέσιμο στη προσπάθεια μας να τερματίσουμε. Η πύρινη λαίλαπα κάλυπτε όλη τη βουνοκορφή και τα ελικόπτερα κάνανε αδιάκοπα δρομολόγια από τη θάλασσα προς το δάσος και πίσω. Η ζέστη ανυπόφορη και τα μαλλιά μας γεμάτα στάχτες. Η ολοήμερη κούραση του αγώνα είχε εξαντλήσει το πλήρωμα μου, που από ώρα είχε κοιμηθεί. Τα μάτια έτσουζαν από τη κούραση και από τη καυτή ατμόσφαιρα. Το μικρό λιμάνι, ασφυκτιούσε από τον υπέρογκο, για τα δεδομένα χωρητικότητας του, στόλο ιστιοπλοϊκών σκαφών και η εύρεση θέσης για να δέσουμε ήταν πλέον αδύνατη. Η φωνή του φίλου μας Μιχάλη, προέδρου του Ιστιοπλοϊκού Ομίλου Ρεθύμνου και δεινού ιστιοπλόου, μας έβγαλε από το αδιέξοδο. Με τη βοήθεια του, πλαγιοδετήσαμε στο σκάφος του και ασφαλείς πλέον μπορούσαμε να χαλαρώσουμε. Το πέπλο του ύπνου μας σκέπασε γρήγορα, υπό τους ήχους σειρήνων πυροσβεστικής και με τη μυρωδιά καμένου ξύλου.

 

    Με την ανατολή του ηλίου, η ομορφιά του χωριού στη πλαγιά του λόφου, ήταν απαράμιλλη. Η Βολισσός με το μεσαιωνικό της χαρακτήρα, ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα χωριά της Χίου όχι μόνο για το μέγεθος της, ως το μεγαλύτερο χωριό της γύρω περιοχής, αλλά και για την απέριττη όψη των σπιτιών της. Από νωρίς είχαμε ξεκινήσει με την Αγγελικούλα το περπάτημα προς τα κει. Τα 2 χιλιόμετρα μας φάνηκαν ωραίος πρωινός περίπατος στον πλούσιο, από εσπεριδοειδή και ελαιόδεντρα, κάμπο ανάμεσα στο χωριό και τη θάλασσα. Μπροστά στα μάτια μας, η εναλλαγή των τοπίων περνούσε με μαγευτικό τρόπο. Από τη μία τα βουνά και οι κάμποι, από την άλλη οι ρεματιές και οι χείμαρροι. Τα περίχωρα ήταν γραφικότατα.

 


 

    Παρά το ότι το καλοκαίρι πλησίαζε στο τέλος του, παρατηρήσαμε την ιδιαίτερη κίνηση στους δρόμους του χωριού. Ήδη οι κάτοικοι είχαν ανοίξει τα καταστήματα τους, έτοιμοι να καλωσορίσουν τους επισκέπτες. Αποθαρρημένοι όπως ήμασταν από το μικρό μέγεθος του λιμανιού, πιστεύαμε ότι και το χωριό θα κινείτο στους ίδιους ρυθμούς. Διαψευστήκαμε και χαρήκαμε ιδιαιτέρως γι’ αυτό. Παρά τους μόλις 500 κατοίκους, η Βολισσός δεν είχε λόγο να ζηλέψει σε τίποτα τα υπόλοιπα χωριά. Με ένα μίνι μάρκετ, μερικές καφετέριες, ταβέρνες και εστιατόρια, ταχυδρόμειο, φαρμακείο και ιατρείο, εξυπηρετούσε όλες σου τις ανάγκες. Ο παραδοσιακός της φούρνος, με το ζεστό ψωμάκι που μόλις είχε βγει, αποτέλεσε βασικό σταθμό στις στάσεις ανεφοδιασμού για το σκάφος μας.

 


 

    Όσο περιμέναμε το μικρό λεωφορείο, της δημοτικής συγκοινωνίας, να μας μεταφέρει πίσω στη Λημνιά, αποφασίσαμε να εξερευνήσουμε τη μυστηριώδη ομορφιά της Βολισσού. Παρατηρήσαμε τους νερόμυλους και ανεμόμυλους γύρω - γύρω από το χωριό. Περπατήσαμε στα στενά δρομάκια, τα οποία στη πλειοψηφία τους ήταν στρωμένα με λιλάδια της παραλίας. Μυρίσαμε το μεθυστικό άρωμα από τις κληματαριές που υπήρχαν σχεδόν σε κάθε σπίτι και σου έφερναν την ανάμνηση των ιστορικών αμπελώνων της περιοχής από τους οποίους παρήγαγαν τον πασίγνωστο « Αριούσιο Οίνο ». Περάσαμε από ένα σημείο γνωστό ως « Το σπίτι του Όμηρου », όπου σύμφωνα με τη τοπική παράδοση, εκεί είχε γεννηθεί ο Όμηρος. Κάναμε χάζι τους γηραιότερους του χωριού, οι οποίοι παραδοσιακά ασχολούνταν με το πλέξιμο καλαθιών και την αγγειοπλαστική. Αλλά όσο και να περιπλανηθήκαμε στα σοκάκια, μας ήταν αδύνατο να μην στρέψουμε τη ματιά μας προς το βουνό Αμανή, πάνω από το χωριό, στη κορυφή του οποίου σώζεται, το ερειπωμένο πλέον, γενουάτικο κάστρο με τους έξι κυκλικούς του πύργους. Σαν άγρυπνος φρουρός και προστάτης της Βολισσού στέκει με το επιβλητικό του μέγεθος, μεταφέροντας σε σε μια εποχή με πανοπλίες και λάβαρα.

 


 

    Ο χρόνος που κυλούσε ευχάριστα μεν αλλά γρήγορα δε, μας επανέφερε στη πραγματικότητα. Κατηφορίζοντας με το λεωφορείο, συζητούσαμε με τον οδηγό ο οποίος μας πληροφόρησε για τις κοντινές παραλίες και μας συμβούλευσε να πάμε στην πιο κοντινή από αυτές, τα Λευκάθια. Μισή ώρα αργότερα, η πεντακάθαρη παραλία και τα κρυστάλλινα νερά, δικαίωσαν την συμβουλή του οδηγού. Τα ομαδικά παιχνίδια και τα πειράγματα μεταξύ των πληρωμάτων κυριάρχησαν κατά μήκος της παραλίας. Εξάλλου, όλοι ξέραμε, ότι ήταν ημέρα ξεκούρασης, πριν ριχτούμε και πάλι στον αγώνα και το αξιοποιήσαμε στο έπακρο.

 


 

    Λίγο πριν το σούρουπο και την επιστροφή μας στο σκάφος, περπατήσαμε ως το εκκλησάκι της Αγίας Μαρκέλλας. Σημείο προσκυνήματος ολόκληρου του νησιού κάθε καλοκαίρι στις 22 του Ιούλη. Ανάψαμε ένα κερί και ήρεμοι πια για τη συνέχεια του ταξιδιού μας, επιστρέψαμε στο σκάφος σιγοτραγουδώντας : «… Σε πανηγύρι και γιορτή από την Αγία Μαρκέλλα, σ’ αγόρασα χρυσή κλωστή και κόκκινη κορδέλα…».

 


 

    Τότε αφήναμε πίσω μας ένα μικρό λιμανάκι, ένα γραφικό χωριό και μια τεράστια έκταση στρεμμάτων δάσους, παραδομένη στις φλόγες. Ένα όνειρο μισό.

 

   Τώρα, στις 23 Αυγούστου, όλα θα γίνουν ένα. Θα ενώσουμε τις ματιές μας, τις καρδιές μας, τα όνειρα μας και θα σαλπάρουμε.

 





Επιμέλεια άρθρου από τον:

 

Αντώνη Πατενιώτη

 

Συνεργάτη του Portbook

 

(Ο Αντώνης Πατενιώτης συμμετέχει ενεργά στους ιστιοπλοϊκούς στίβους για περισσότερα από 20 χρόνια και έχει "τρέξει" σε πανευρωπαϊκά και παγκόσμια πρωταθλήματα 470 & 420. Τα τελευταία χρόνια συνεισφέρει στο Ναυταθλητισμό, ως προπονητής Ναυτικών Ομίλων).