Η ιστορία των Θωρηκτών «ΚΙΛΚΙΣ» και «ΛΗΜΝΟΣ»

Η ιστορία των Θωρηκτών «ΚΙΛΚΙΣ» και «ΛΗΜΝΟΣ»

Share:


Tweet .

Γράφει ο Αντισμήναρχος (Ι) Χαρίτων Χαρούσης

    Η σύγχρονη ναυτική ιστορία της Ελλάδας θεμελιώθηκε με τις θαυμάσιες νίκες κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, που άλλαξαν το γεωπολιτικό σκηνικό στην περιοχή, και οδήγησαν την Ελλάδα και την Τουρκία σε μια κούρσα ναυτικών εξοπλισμών.

     Η Ελλάδα προσπάθησε να αποκτήσει σύγχρονα θωρηκτά από γερμανικά και γαλλικά ναυπηγεία. Το 1912 είχε παραγγελθεί ένα θωρηκτό με οπλισμό 8 πυροβόλα των 350mm (13,8in), στα γερμανικά ναυπηγεία του Αμβούργου, το οποίο θα ονομαζόταν «Σαλαμίς». Το Δεκέμβριο του 1912 επικράτησε η άποψη ότι θα έπρεπε να αποκτηθεί ένα θωρηκτό τύπου «Dreadnought», οπότε παραγγέλθηκε ένα θωρηκτό κλάσης «Bretagne», γαλλικής κατασκευής, με οπλισμό 10 πυροβόλων των 13,5in, που θα ονομαζόταν «Βασιλεύς Κωνσταντίνος». Το ξέσπασμα του Α΄ ΠΠ επέφερε την αναστολή των εργασιών και στα δύο πλοία.

    Εν μέσω αδυναμίας απόκτησης σύγχρονων θωρηκτών, ως μόνη ευκαιρία για τη δημιουργία ισχυρού στόλου στο Αιγαίο, θεωρήθηκε η απόκτηση των θωρηκτών Mississippi και Idaho από τις ΗΠΑ. Αν και ότι ο πρωθυπουργός Σοφοκλής Βενιζέλος πίστευε ότι η χώρα χρειαζόταν υποβρύχια και αντιτορπιλικά, ο Ναύαρχος Κουντουριώτης επέμενε στη συγκρότηση στόλου που θα διέθετε και θωρηκτά. Τελικά η Ελλάδα απέκτησε τα πλοία, στην αστρονομική για την εποχή τιμή των 12.535.276,98 $, και παρά τις τουρκικές διπλωματικές πιέσεις.

    Η Τουρκία παρήγγειλε δύο θωρηκτά τύπου «Dreadnought» από τη Μ. Βρετανία, και αγόρασε ένα υπό ναυπήγηση πλοίο που η Βραζιλία αδυνατούσε να αποπληρώσει. Τελικά λόγω του Α΄ ΠΠ τα πλοία δεσμεύτηκαν από τις κατασκευάστριες χώρες. Πάντως οι Τούρκοι απέκτησαν το σύγχρονο γερμανικό θωρηκτό Göeben των 25.000 τόνων, τον Αύγουστο του 1914, που έκτοτε υπηρέτησε ως «Yavuz Sultan Selim». Το πλοίο έφερε 10 πυροβόλα των 11in σε 5 δίδυμους πύργους, 12 πυροβόλα των 5,9in και 12 πυροβόλα των 3,5in, και θωράκιση 9 – 11in, έπλεε με 28 κόμβους, και δεν είχε αντάξιο αντίπαλο στο Αιγαίο.


Η κλάση θωρηκτών «Mississippi»

    Τα ΒΒ-23 «Mississippi» και BB-24 «Idaho» ναυπηγήθηκαν αρχικά για το αμερικανικό ναυτικό (USN), και υπηρέτησαν στο Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό ως «Κιλκίς» και «Λήμνος» αντίστοιχα. Ανήκουν στην εποχή προ «Dreadnought», και τα βασικά τους χαρακτηριστικά ήταν η μεγάλη εμβέλεια, το μικρό μέγεθος, και ο ισχυρός οπλισμός. Προς χάριν της θωράκισης και του οπλισμού, θυσιάστηκε η ταχύτητα, ενώ εμφάνιζαν μέτρια συμπεριφορά με κακές καιρικές συνθήκες, και ειδικά κατά τη διατοίχιση (μπότζι).

    Η εμφάνιση του «Dreadnought» τα κατέστησε παρωχημένα, καθώς διέθεταν τη μισή ισχύ πυρός και αρκετά μικρότερη ταχύτητα από το νέο τύπο θωρηκτού, το οποίο είχε συγκεντρωμένο τον κύριο οπλισμό του σε πύργους, που επέτρεπαν ολόπλευρα συγκεντρωτικά πυρά από όλα τα όπλα. Τα θωρηκτά ήταν χαλύβδινα, με ατμομηχανές τριπλής εκτόνωσης και 8 λέβητες άνθρακα. Η χρήση ηλεκτροκίνητων μηχανημάτων, που τροφοδοτούνταν από 8 ηλεκτρογεννήτριες General Electric των 100 KW, ήταν εκτεταμένη. Η μέγιστη ταχύτητα των 17 κόμβων ήταν μικρή, και με την πάροδο του χρόνου έπεσε στους 12-14 κόμβους, μεγαλώνοντας την ανεπάρκεια των σκαφών αυτών για συνεργασία με πλοία υψηλής ταχύτητας όπως π.χ. το «Αβέρωφ» των 23 κόμβων.

    Ο κύριος οπλισμός των πλοίων αποτελούνταν από 4 πυροβόλα 12in/45cal σε δίδυμους πύργους, ανά ένα σε πλώρη και πρύμνη. Αυτά συμπληρώνονταν από 8 πυροβόλα 8in/45cal σε δίδυμους πύργους και 8 πυροβόλα 7in/45cal τοποθετημένα ανά τέσσερα σε κάθε πλευρά κάτω από το κύριο κατάστρωμα. Το τριπλό διαμέτρημα δημιουργούσε προβλήματα στην αναχορηγία των πυρομαχικών και στη διαχείριση του όγκου των όπλων, όμως η φιλοσοφία σχεδίασης επέβαλλε την τοποθέτηση του μέγιστου δυνατού αριθμού όπλων, σε μια μέτριας αποτελεσματικότητας προσπάθεια να αυξηθεί η ισχύς πυρός πλευρικά, όπου μόνο το ήμισυ των όπλων 7in και 8in μπορούσε να βάλλει. Για την αντιμετώπιση των τορπιλοβόλων και των αεροπλάνων, τα πλοία διέθεταν 12 πυροβόλα 3in/50cal, και μετά το 1911, 8 πυροβόλα και 8 πολυβόλα. Στην τελική τους μορφή διέθεταν τρεις συσκευές υπολογισμού της απόστασης, και για νυκτερινές επιχειρήσεις έφεραν 4 προβολείς 36in και 4 των 30in.

    Η θωράκιση αποτελείτο από δύο ζώνες μήκους 74,37m, που κάλυπταν τα πλευρά από τον πρωραίο πύργο των 12in μέχρι και τον πρυμναίο, πάχους 7 - 9in. Η πλευρική ζώνη αντιστοιχούσε σε 150mm (6in) θώρακα Krupp που έφεραν οι ανταγωνιστικές σχεδιάσεις, ενώ ο κύριος οπλισμός του μπορούσε να διαπεράσει ανάλογη θωράκιση από απόσταση 4.600m. Το σκάφος προστατευόταν από κατάστρωμα πάχους 3in, ενώ οι πύργοι του κύριου οπλισμού είχαν προστασία της τάξης των 10in.


Η Ιστορία του Θωρηκτού «Κιλκίς»

    Η ναυπήγηση του BB-23 έγινε από τα ναυπηγεία Clamp της Φιλαδέλφειας, και εντάχθηκε σε υπηρεσία την 1-2-1908. Το πλοίο συμμετείχε σε αρκετές δοκιμές, ασκήσεις και περιπολίες μεγάλων σχηματισμών και το 1911 έλαβε μερικές μετατροπές, κυρίως στη γέφυρα, ενώ απέκτησε και το χαρακτηριστικό δικτυωτό ιστό.

    Η ταχύτατη απαξίωση της κλάσης, λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων, οδήγησε στην αξιοποίηση του «Mississippi» σε αρκετά πρωτοποριακούς για την εποχή ρόλους. Χρησιμοποιήθηκε ως πλωτός σταθμός για τα υδροπλάνα της ναυτικής αεροπορίας, που βρισκόταν τότε στα σπάργανα, αλλά και για τη μεταφορά Πεζοναυτών, λόγω της μεγάλης δυνατότητας υποστήριξης των αμφίβιων επιχειρήσεων που είχε με πυρά. Μεταξύ 26-5-1912 και 1-8-1912 μετέφερε στρατεύματα στην Κούβα. Επίσης χρησιμοποιήθηκε το 1914 στο Μεξικό, μεταφέροντας 500 Πεζοναύτες, 3 πυροβολαρχίες και 2 υδροπλάνα Curtiss AB-3 και AH-3, εναντία στις δυνάμεις του Στρατηγού Huerta, που είχε καταλάβει βίαια την εξουσία.

    Το Mississippi απενεργοποιήθηκε στις 21-7-1914. Κατά το ταξίδι του προς την Ελλάδα μετονομάστηκε σε «Κιλκίς», σε ανάμνηση της ιστορικής νίκης κατά των Βουλγάρων στις 21-6-1913, και ταυτόχρονα χρίστηκε ναυαρχίδα του Ελληνικού Στόλου (η αρχική πρόθεση ήταν να ονομαστεί «Βασιλεύς Γεώργιος»). Σύντομα εμπλέχθηκε στα γεγονότα που συνέβησαν λόγω της ουδετερότητας της Ελλάδας στην αρχή του Α΄ ΠΠ, και το 1916 δεσμεύτηκε από τους Γάλλους, που είχαν αποκλείσει τον Πειραιά. Η είσοδος της χώρας μας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, επανέφερε το πλοίο σε ελληνικά χέρια.

    Το «Κιλκίς» έλαβε μέρος στον Α΄ ΠΠ, ως πλοίο διοίκησης της Μοίρας του Ελληνικού Ελαφρού Στόλου του Γ. Κακουλίδη. Μετά τη τουρκική συνθηκολόγηση (1-11-1918) κατέπλευσε με άλλα πλοία του στόλου στη Νικομήδεια και από εκεί στη Κωνσταντινούπολη. Το 1919 συμμετείχε στις επιχειρήσεις της Κριμαίας και κατόπιν έπλευσε ξανά για στη Κωνσταντινούπολη, όπου και παρέμεινε την περίοδο 1919-1922. Χαρακτηριστική είναι η συνδρομή του θωρηκτού στη διάσωση της Νικομήδειας τον Ιούνιο του 1921. Μετά τη κατάρρευση του Μικρασιατικού μετώπου τον Αύγουστο του 1922, το «Κιλκίς» μαζί με το «Λήμνος» κάλυψαν την υποχώρηση και την επιβίβαση των υποχωρούντων τμημάτων της μικρασιατικής στρατιάς σε Σμύρνη και Τσεσμέ, και στη συνέχεια κατέπλευσαν στη Χίο.

    Κατά το κίνημα του 1922, το πλοίο έπλευσε στη Σάμο και στο Κερατσίνι, και το Μάρτιο του 1923 στο Βόλο. Στη περίοδο 1925-1928 το Κιλκίς παρέμεινε στον Πειραιά για γενική επισκευή, στα πλαίσια ενός σχεδίου εξοπλισμού έναντι του τουρκικού «Yavuz» που όμως δεν ξεκίνησε ποτέ. Τελικά το 1927 το πλοίο υπέστη ανακατασκευή, με αντικατάσταση των λεβήτων του. Η μειωμένη μαχητική αξία του οδήγησε το 1929 στην πρόθεση να πωληθεί για διάλυση, αλλά τελικά παρέμεινε στο στόλο σε κατάσταση μειωμένης επιχειρησιακής ετοιμότητας, από το 1932. Η κατάληψη του «Αβέρωφ» κατά το κίνημα του 1935 ανάγκασε το ναυτικό να επαναφέρει το «Κιλκίς» στην ενεργό δράση. Μετά τη διάλυση του κινήματος το πλοίο επανήλθε σε κατάσταση εφεδρείας και χρησιμοποιήθηκε ως Σχολή Πυροβολικού και εκπαίδευσης στα αντιαεροπορικά όπλα. Ο δευτερεύων οπλισμός μειώθηκε σε 2 πυροβόλα των 3in (12pdr), 4 ταχυβόλα των 3in/50cal και 8 πολυβόλα.

    Κατά ειρωνικό τρόπο ήταν το αεροπορικό όπλο που έδωσε τη χαριστική βολή στο «Κιλκίς», που δε συμμετείχε στις επιχειρήσεις του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου. Είχε διατεθεί στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας ως πλωτό αντιαεροπορικό πυροβολείο και βοηθητικό καταφύγιο. Στις 23-4-1941 σμήνη από γερμανικά Ju-87 Stukas βύθισαν το γερασμένο σκαρί με 3 βόμβες των 500 κιλών, που έπληξαν το μεσόστεγο. Το θωρηκτό έδωσε την απεγνωσμένη αυτή μάχη ακίνητο και με ελάχιστο αντιαεροπορικό οπλισμό, σε ένα ρόλο για τον οποίο δεν είχε σχεδιαστεί. Το πλοίο κάθισε στο βυθό του ναυστάθμου, ενώ οι ιστοί και οι καπνοδόχοι που προεξείχαν αφαιρέθηκαν από τους Γερμανούς. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο, ανελκύστηκε και οδηγήθηκε στο διαλυτήριο από τον Οργανισμό Ανέλκυσης Ναυαγίων (ΟΑΝ) της εποχής.


Η Ιστορία του Θωρηκτού «Λήμνος»

    Η ναυπήγηση του BB-24 ξεκίνησε στις 12-5-1904 και εντάχθηκε σε υπηρεσία την 1-4-1908. Απέκτησε το χαρακτηριστικό δικτυωτό κύριο ιστό το 1909, λίγο πριν από το αδελφό του πλοίο. Μέχρι την παραχώρησή του στην Ελλάδα, στις 30-7-1914, δεν είχε ιδιαίτερη δράση υπό την αμερικανική σημαία. Το πλοίο ονομάστηκε «Λήμνος», σε ανάμνηση της ιστορικής ναυμαχίας στην περιοχή της Λήμνου στις 2-1-1913, όπου ο Ελληνικός Στόλος είχε κατατροπώσει τον Τουρκικό. Σε αντίθεση με το «Κιλκίς», σε ελληνική υπηρεσία δεν έφερε σωσίβιες λέμβους στο κατάστρωμα.

    Η αξιοποίησή του μετά την απόκτησή του από την Ελλάδα ήταν ανάλογη του «Κιλκίς». Δεσμεύτηκε αρχικά από τους Γάλλους, και κατόπιν έλαβε μέρος στον Α' ΠΠ, και στις επιχειρήσεις της Κριμαίας το 1919. Κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία ήταν η ναυαρχίδα του Β' Στόλου με έδρα τη Σμύρνη και αποστολή την επιτήρηση των παραλίων του Βοσπόρου, της Προποντίδας και της Μ. Ασίας. Το «Λήμνος» πέρασε σε κατάσταση εφεδρείας από το 1932. Τα πυροβόλα του χρησιμοποιήθηκαν αυτούσια μαζί με τους πύργους τους για τον εξοπλισμό του οχυρού της Αίγινας. Το απενεργοποιημένο σκαρί του βυθίστηκε κι αυτό στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας, κατά τις επιθέσεις των γερμανικών βομβαρδιστικών τον Απρίλιο του 1941. Οι θυρίδες του θωρηκτού, όπως και αυτές του «Κιλκίς», χρησιμοποιήθηκαν για την ασφάλιση των στοών ορισμένων οχυρών της «Γραμμής Μεταξά».

Συμπεράσματα – Απολογισμός

    Οι δυνατότητες της Ελλάδας, για την απόκτηση σύγχρονων σκαφών αμέσως μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, συνέπεσε με την αδήριτη ανάγκη των μεγάλων δυνάμεων να ενισχύσουν τους δικούς τους στόλους, ενόψει του Α΄ ΠΠ. Η Ελλάδα απέκτησε δύο αξιόμαχα πλοία, στην προσπάθεια να αντισταθμίσει την ποιοτική υπεροχή σε πλοία, που είχε η Τουρκία. Η αναμενόμενη αναμέτρηση δεν έγινε τελικά ποτέ, οπότε κανείς δε γνωρίζει την απόδοση που θα είχαν τα θωρηκτά αυτά σε μάχη.

    Τα θωρηκτά «Κιλκίς» και «Λήμνος», πλαισίωσαν το ένδοξο «Αβέρωφ», και παρά τις αδυναμίες τους, αξιοποιήθηκαν επαρκώς από το 1917 έως το 1922. Ακόμα και όταν απαξιώθηκαν, χρησιμοποιήθηκαν ως στατικά πυροβολεία, λόγω του ισχυρότατου οπλισμού τους. Ο ισχυρός οπλισμός και η θωράκισή τους οπωσδήποτε τα καθιστούσαν υπολογίσιμη δύναμη, όμως είχαν μεγάλες απαιτήσεις σε έμψυχο δυναμικό, μεγάλο κόστος χρήσης, μικρή ταχύτητα και μέτρια ναυτικά χαρακτηριστικά. Τα τελευταία χαρακτηριστικά, μαζί με ικανοποιητική ισχύ πυρός διέθετε το παλαίμαχο «Αβέρωφ», το οποίο αποδείχτηκε καλύτερα προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις της κλειστής θάλασσας του Αιγαίου, και υπηρέτησε αξιοπρεπώς και στο Β΄ ΠΠ. Εκτιμάται ότι σε αυτό το περιβάλλον, τα «Κιλκίς» και «Λήμνος» δε θα είχαν καμία επιχειρησιακή αξία, και θα αποτελούσαν ελκυστικό και εύκολο στόχο για τα επιθετικά όπλα του Άξονα (υποβρύχια, αεροπλάνα).


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

    Ο Αντισμήναρχος (Ι) Χαρίτων Χαρούσης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1968. Εισήλθε στη Σχολή Ικάρων το 1987 και αποφοίτησε το 1991. Έκτοτε υπηρέτησε σε διάφορες Μοίρες αεροσκαφών (348 ΜΤΑ, 355ΜΤΜ, 383ΜΕΕΑ) και σε επιτελικές θέσεις στο ΑΤΑ/ΕΚΑΕ, το ΓΕΑ και την 113ΠΜ.

    Εκπαιδεύτηκε στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Πολιτικής Προστασίας και έχει συμμετάσχει σε αρκετές αποστολές με πολυεθνική δύναμη.

    Επί του παρόντος είναι Εκπαιδευτής στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, στη Θεσσαλονίκη.

    Ασχολείται με θέματα ιστορικού περιεχομένου με θεματολογία ελληνικού και διεθνούς ενδιαφέροντος. Έχει στο ενεργητικό του 43 άρθρα και τέσσερεις μονογραφίες, με θέματα που αφορούν κυρίως την ελληνική πολεμική ιστορία.

    Μιλάει αγγλικά και γερμανικά, και είναι ερασιτέχνης μουσικός και τραγουδιστής.